καινοπρεπής

καινοπρεπής
καινο-πρεπής, ές,
A novel,

σχήματα Hermog.Id.1.12

; of innovations in law,

κ. πρὸς τὸ πρότερον Just. Nov.105.1

. Adv. -πῶς in a new-fangled manner: [comp] Comp.

-πεστέρως, λέγειν Arist.Metaph.989b6

: [comp] Sup.

-πέστατα D.C.79.11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καινοπρεπής — novel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπής — ές (Α καινοπρεπής, ές) αυτός που έχει νέα ή ασυνήθιστη εμφάνιση («καινοπρεπή σχήματα») αρχ. 1. (για πρόσ., όπως για κατηγορία κατά τού Φιλίππου) αυτός που μοιάζει με αρχάριο, ο αδέξιος («καινοπρεπέστερος ἑαυτοῡ ὑπὸ ὀψιμαθείας», Πλούτ.) 2. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • καινοπρεπῆ — καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καινοπρεπής novel masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καινοπρεπής novel masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπέστερον — καινοπρεπής novel adverbial comp καινοπρεπής novel masc acc comp sg καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεστέραις — καινοπρεπής novel fem dat comp pl καινοπρεπεστέρᾱͅς , καινοπρεπής novel fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεστέρως — καινοπρεπής novel masc acc comp pl (doric) καινοπρεπής novel comp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεῖ — καινοπρεπής novel masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καινοπρεπής novel masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεῖς — καινοπρεπής novel masc/fem acc pl καινοπρεπής novel masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπές — καινοπρεπής novel masc/fem voc sg καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπέστατα — καινοπρεπής novel adverbial superl καινοπρεπής novel neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινοπρεπεστέρου — καινοπρεπής novel masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”